Σήμερα βρέχει. Όχι πολύ, τόσο όσο να αισθάνεσαι την αποπνικτική υγρασία, να βιώνεις το γκρίζο και να μην έχεις αρκετή διάθεση να κάνεις πολλά.
Πέντε ψιχάλες έπεσαν χθες βράδυ και έχει σκεπαστεί με μία λεπτή κόκκινη σκόνη ολόκληρη η πόλη.
Ο ευγενέστατος και ευχάριστος ένχρωμος φίλος μου, στη ρεσεψιόν του ξενοδωχείου, με ενημέρωσε σχεδόν απολογητικά ότι δεν είναι συνηθισμένο γι' αυτή την εποχή.
"Συνήθως έχουμε πάνω από τριανταδύο βαθμούς και τώρα έχει εικοσιπέντε. Από Δευτέρα θα σταματήσει, αλλά θα σου χαλάσει το Σαββατοκύριακο."
Δεν τόλμησα να του πω ότι δεν έχω συναίσθηση των θερμοκρασιών. Ακόμα και το εικοσιπέντε που μου λέει εμένα μου φαίνεται απλά ένας καλός αριθμός.
Όταν κρυώνω ξέρω ότι κρυώνω και όταν ξεστένομαι ότι ζεστένομαι. Δεν το μετατρέπω σε αριθμούς.
Αυτό που ξέρω από θερμοκρασίες είναι ότι περίπου στους σαράντα έχουμε καύσωνα.
Αυτό το θυμάμαι γιατί ένα καλοκαίρι, όταν ήμουν μικρός, έλιωναν οι σοκολάτες, λαδώνοντας τα πολύχρωμα χαρτιά τους, και αφού τις βάλαμε στο ψυγείο πήγαμε για μπάνιο στη θάλασσα.
Είχε έρθει μαζί μας και ο μπαμπάς και είχε πει χαριτολογώντας "για να μπω στη θάλασσα θα πρέπει να έχουμε περάσει τους σαράντα βαθμούς".
Χρειαζόμουν καφέ απαραιτήτως και ήθελα να δώσω χρόνο στα κορίτσια της καθαριότητας να κάνουν τη δουλειά τους με την ησυχία τους.
Ήθελα να δοκιμάσω και την κάρτα αναλήψεων για να δω κατά πόσο μπορώ να τη χρησιμοποιώ εδώ.
Βγήκα από το δωμάτιο και μπήκα σε ένα από τα τρία εμπορικά κέντρα της πλατείας.
Ο καφές στη Λισσαβόνα είναι πολύ καλός και πολύ φθηνός για κάποιο λόγο.
Δύο από της μάρκες που δοκίμασα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα και είναι πραγματικά πολύ καλές.
Nicola, ονομάζεται η μία, που πραγματικά με ενθουσίασε και Delta, η άλλη, που είναι λίγο πιο πικρός καφές, με πολύ έντονη γεύση, αλλά μετά από γεύμα είναι ότι καλύτερο μπορείς να δοκιμάσεις.
Είχα προσδοκίες για την ημέρα ετούτη που θα ήμουν εκτός δουλειάς. Αυτό είναι καταστροφικό όταν δεν τα καταφέρεις μαζί τους.
"Ποτέ μη βάζεις όλα σου τα λεφτά σε ένα πορτοφόλι" θα μπορούσε να είναι το ρητό της ημέρας, που επιβεβαιώθηκε, αναφορικά με τις προσδοκίες.
Το μηχάνημα αναλήψεων μου ζητούσε κωδικό έξι ψηφίων. Μόνο τέσσερις ξέρω εγώ. Αυτούς χρησιμοποιώ πάντα, αλλά εδώ δεν έχουν ισχύ.
Τα All Star μου σήμερα με τη βροχή άρχισαν να παλιώνουν λίγο και να γίνονται αυτό που "κανονικά" ένα τέτοιο είδος παπουτσιού "πρέπει" να είναι.
Φυσικά εμένα δεν μου αρέσουν πολύ όταν έχουν γίνει αυτό που "πρέπει" να είναι. Μου αρέσουν πριν παλιώσουν τελείως.
Περπάτησα στην άδεια βρεγμένη πόλη. Υπάρχει μία μυρωδιά που έχω παρατηρήσει σχεδόν παντού. Λες και κάποιος έχει κατουρήσει κάθε της γωνιά.
Συχνά μου δίνει την αίσθηση ότι βρίσκομαι στο σπίτι μιας γιαγιάς που όλα είναι παλιά, φθαρμένα, γεμάτα υγρασία και, παρότι η γιαγιά είναι πολύ καθαρή, υπάρχει μία μυρωδιά αμμωνίας κάπου στο βάθος.
Εγώ και το Internet δεν έχουμε καλή σχέση σήμερα και οι κωδικοί ευτυχίας δεν είναι καθόλου εύκολοι τελικά.
Αισθάνθηκα την πλήξη και στην Λισσαβόνα. Ίσως να ήταν και αυτό κάτι που έπρεπε να ζήσω.
Σάββατο 20 Αυγούστου 2011
Λισσαβόνα, ημέρα 7η
Τρίτη 16 Αυγούστου 2011
Λισσαβόνα, ημέρα 1η
Το ταξίδι ξεκίνησε κάτω από την Πανσέληνο του Αυγούστου.
Λίγο νωρίτερα να ήταν η πτήση μου και θα είχα το ολόγιομο φεγγάρι στο φτερό του αεροπλάνου, όπως τότε που επέστρεφα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Πέντε εβδομάδες μακριά από το σπίτι μου για επαγγελματικούς λόγους.
Πέρσι τέτοια εποχή επέστρεφα από άλλο επαγγελματικό ταξίδι και αισθανόμουν ότι ήταν το τελευταίο.
Τις προηγούμενες ημέρες τα αγαπημένα μου πρόσωπα με βοήθησαν με όλα εκείνα που είχα να ετοιμάσω παίρνοντας από πάνω μου ένα μέρος του άγχους μου.
Ήταν δύσκολο να κοιμηθώ το προηγούμενο βράδυ από την πτήση. Γύρναγα σαν σβούρα στο κρεβάτι και μέσα στο κεφάλι μου έβαζα τικ στην φανταστική λίστα προετοιμασίας, αφού την πραγματική την είχα ήδη συμπληρώσει και επαληθεύσει πολλές φορές.
Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει.
"03:30 κιόλας; Το ταξί θα με περιμένει στις 04:30 έξω από το σπίτι."
Μπήκα στο μπάνιο και παρότι είχα χρόνο προσπαθούσα να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Πρόσθεσα στη βαλίτσα μερικά μικροαντικείμενα της τελευταίας στιγμής, όχι ότι ήταν απαραίτητα, αλλά εφόσον είχα χώρο, για την περίπτωση που τα χρειαστώ.
Ένα δεύτερο βιβλίο, ένα μικρό σημειωματάριο, δυο τρις μονοδόσεις διαφημιστικών ειδών προσωπικής υγιεινής και την κάρτα εισόδου της δουλειάς που ξέρω ότι μου είναι άχρηστη σε εκείνο το κτήριο.
Χτύπησε το τηλέφωνο. "Το ταξί σας ήδη σας περιμένει" με ενημέρωσε η τηλεφωνήτρια που είχε την ίδια φωνή με εκείνη που μου έκλεισε το ραντεβού το μεσημέρι.
Έκλεισα, κλείδωσα και σέρνοντας τη βαλίτσα βγήκα έξω. Στη διαδρομή για το αεροδρόμιο έλεγχα τα παράθυρα του σπιτιού, έβγαζα ξανά τις συσκευές από τις πρίζες, όλα αυτά ιδεατά, και πάντα αισθανόμουν ότι κάτι είχα ξεχάσει να κάνω.
Έφτασα στο αεροδρόμιο.
Στην ουρά για το check in παρατηρούσα τα πρόσωπα των ανθρώπων που πηγαίνουν στη Λισσαβόνα προσπαθώντας να φτιάξω ένα προφίλ για να τους καταχωρίσω στη λογική μου.
"Είναι νωρίς ακόμα. Ας μη βιαστώ. Άλλωστε εδώ το δείγμα είναι σχετικά μικρό."
Υπήρχε μια αρνητικότητα στην ατμόσφαιρα αλλά προτίμησα να την παραβλέψω.
Όλα μοιάζουν να έγιναν πολύ γρήγορα και αδιάφορα. Δεν ξέρω τι περίμενα και μου φάνηκαν όλα τόσο απλά.
Απογείωση και ήδη είχε πιάσει να ξημερώνει με είκοσι λεπτά καθυστέρηση που είχαμε.
Οι αεροσυνοδοί της TAP Airlines δεν είχαν και πολύ κέφι και φυσικά ούτε λόγος να σου μιλήσουν στα Αγγλικά. Νομίζω ότι είδα το μοναδικό χαμόγελο ολόκληρης της πτήσης τη στιγμή της εξόδου από το αεροπλάνο.
Καθ' όλη τη διάρκεια της πτήσης κοιτούσα έξω από το παράθυρο κι ας μου έκοβε τη μισή θέα το φτερό στο οποίο με είχαν βάλει για ακόμα μία φορά.
Χωρίς να το ζητάω, συνεχώς αυτή τη θέση μου δίνουν. Ή τουλάχιστον κάποια που πάντα είναι στο τελείωμα του δεξιού φτερού.
Η προσγείωση ήταν ίσως η καλύτερη που έχω ζήσει ποτέ. Αν οι αεροσυνοδοί δεν είχαν δυσκοιλιότητα ίσως και να τους ρωτούσα το όνομα του πιλότου, απλά και μόνο για τα πρακτικά μου.
Η θερμοκρασία με το που βγήκαμε από το αεροπλάνο με τρόμαξε. Το ίδιο και τα σύννεφα που είχαν συγκεντρωθεί εκείνη τη στιγμή πάνω από το αεροδρόμιο.
"Ίσως να χρειαστεί να πάω να πάρω κάτι πιο ζεστό" σκέφτηκα.
Για πρώτη φορά σε αεροδρόμιο έχασα το δρόμο μου προς τον ιμάντα των αποσκευών, ακολουθώντας αυτούς που πήγαιναν προς άλλη πύλη για μετεπιβίβαση με προορισμό τη Βραζιλία.
Πήρα τη βαλίτσα μου, η οποία είχε αλλάξει σχήμα, και πήγα προς την έξοδο.
"Μα καλά ούτε ένα ελεύθερο ασύρματο δίκτυο για να κάνεις ένα post όπως προστάζουν οι καιροί;" μουρμούρισα.
Στην ουρά για ταξί οι μυρωδιά των ανθρώπων με απωθούσε και κρατούσα σχετικά μεγάλες αποστάσεις όσο μπορούσα.
"Φτου, δεν πρόλαβα τον νέο οδηγό με το Ιταλικό μαύρο καπέλο και το γυαλισμένο μαύρο κυβο-ταξί και τώρα θα αρκεστώ στον ηλικιωμένο με το όχι και τόσο προσεγμένο υπόλευκο."
Είπα ένα Bom Dia που έμαθα από τον σύντομο οδηγό κοινών φράσεων που είχα μαζί μου και έβγαλα το iPod μου να του δείξω τη διεύθυνση που ατυχώς προσπάθησα αρχικά να διαβάσω με άτσαλη προφορά.
Με έκλεψε τρία ευρώ και πενήντα λεπτά αλλά δεν είχα ούτε τον τρόπο, ούτε τη διάθεση να θέσω το θέμα.
Έφτασα νωρίς στο ξενοδοχείο και το δωμάτιο δεν ήταν ακόμα διαθέσιμο.
Έδωσα την ταυτότητα και τη βαλίτσα μου και αποφάσισα να κάνω μία πρώτη βόλτα και να πιω κάπου έναν καφέ.
Η πλατεία Saldanha εντελώς άδεια. Τρία εμπορικά κέντρα στη σειρά και ένα άγαλμα στη μέση το οποίο δεν πλησίασα για την ώρα.
"Υπάρχει ζωή σε αυτή την πόλη;" βιάστηκα να σχολιάσω πριν σκεφτώ ότι είναι παραμονή της Παναγίας, Δεκαπενταύγουστος, και όπως διάβασα στο internet είναι αργία και στην Πορτογαλία.
Βρήκα τελικά ένα μικρό καφεστιατόριο ανοιχτό και κάθισα έξω. Παρήγγειλα έναν καφέ με γάλα και τοστ, στο κορίτσι με τα σιδεράκια που δεν μιλούσε Αγγλικά. Ευτυχώς τόσο το cafe όσο και το toast είναι λέξεις που αναγνωρίζονται εύκολα ως διεθνής λέξεις.
Το φλιτζάνι έγραφε Nicola, που πολύ μου άρεσε σαν σημάδι, και ο καφές ήταν πραγματικά εξαιρετικός.
Περπάτησα πάνω και κάτω τους περιφερειακούς της πλατείας δρόμους σε μία προσπάθεια να μην χάσω τον προσανατολισμό μου, και την πλατεία ως σημείο αναφοράς.
Αν εξαιρέσεις τα ολοκαίνουργια κτήρια των εμπορικών κέντρων όλα τα υπόλοιπα έχουν μία ατμόσφαιρα παλιού κι ας είναι η συγκεκριμένη περιοχή "καινούρια".
Τα καινούργια μου μπλε All Star που αγοράστηκαν με σκοπό να περπατήσουν την Λισσαβόνα άρχισαν να με κουράζουν.
Έβγαλα μερικές από τις αγαπημένες μου άσχετες-ανούσιες φωτογραφίες και επέστρεψα στο ξενοδοχείο νωρίτερα από ότι μου είχαν πει, έχοντας μπερδευτεί από τη διαφορά της ώρας.
Ευτυχώς το δωμάτιο ήταν έτοιμο και ο φιλικός σκουρόχρωμος υπάλληλος στη ρεσεψιόν με ενημέρωσε για τα βασικά, μου έδωσε κωδικό για το Internet και την κάρτα ασφαλείας-κλειδί ανέβηκα στο 106.
Άνοιξα την πόρτα και από τους διαδρόμους ακόμα ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσω κάτι σαν τα δωμάτια στα οποία έμεινα στα προηγούμενα επαγγελματικά μου ταξίδια.
Καθαρό, τακτοποιημένο, γουστόζικο με θέα τα εμπορικά κέντρα. Δεν θα μείνω μία μέρα οπότε έκανα μία γρήγορη αξιολόγηση.
Άδειασα τη βαλίτσα, τακτοποίησα τυπικά τα πράγματά μου και με πήρε ένας γρήγορος υπνάκος με το παράθυρο ανοιχτό.
Μέχρι να ξυπνήσω ο ήλιος έκαιγε λαμπερός έξω από το παράθυρό μου και αυτό αποκατέστησε την πρώτη κακή εντύπωση που μου δημιουργήθηκε για τον καιρό.
Έκανα ένα γρήγορο μπάνιο, ντύθηκα και βγήκα και πάλι αποφασισμένος να βρω μερικά σημεία αναφοράς ακόμα. Κάποιο Super Market, μερικά μαγαζιά για γρήγορο φαγητό, τις στάσεις των λεωφορείων και το μετρό.
Εντόπισα τις συγκοινωνίες αλλά για τα υπόλοιπα δεν ήταν η σωστή στιγμή. Η πόλη εξακολουθούσε να είναι ακόμα άδεια.
Εξερεύνησα στα γρήγορα τα εμπορικά κέντρα, περπάτησα σε μεγαλύτερες αποστάσεις τους γύρω δρόμους αλλά δεν βρήκα κανένα εστιατόριο ανοιχτό.
Έφαγα μία φρουτοσαλάτα με παγωτό κρέμα και σαντιγί στη λιακάδα σε ένα μικρό καφέ. Ροδάκινο, ακτινίδιο, φράουλες, κόκκινα και μαύρα βατόμουρα. Συμβολικό για το λόγο που με έφερε εδώ.
Αργότερα στο δωμάτιο ασχολήθηκα με τις φωτογραφίες και τους ηλεκτρονικούς χάρτες που προσπαθούσαν να μου λύσουν μερικές απορίες. Μίλησα με τους ανθρώπους μου μέσω Διαδικτύου και ετοιμάστηκα για την επόμενη μεγάλη ημέρα.
Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011
Ξανακύλησα...
Στην αρχή το είπα άρνηση. Μετά επαναπαύτηκα στο βαριέμαι. Ακολούθησε το δεν προλαβαίνω. Κατέληξα στο θυμό, που φέρνει άρνηση και έτσι ξεκινάω πάλι από την αρχή.
Δεν έγραψα και δεν γράφω, εδώ τουλάχιστον, γιατί σε παλιόχαρτα και κάθε ηλεκτρονική γωνιά που ξετρυπώνω δεν σταμάτησα ποτέ. Και πιέζομαι, μα την αλήθεια, με αυτή την απομάκρυνση.
Απ' την αρχή θυμός ήταν, τώρα το αναγνωρίζω. Αυτό το παρεξηγημένο συναίσθημα. Το τόσο υγιές όσο και ο πόνος.
Δεν είπα οργή, ούτε οδύνη που και τα δύο καταλήγουν σε ξεσπάσματα και ίσως είναι λίγο αρρωστημένα. Έκανα λόγο για τις δύο προειδοποιήσεις της ανθρώπινης φύσης ότι κάτι δεν πάει καλά και σου χτυπάει καμπανάκι. Ένα καμπανάκι της ψυχής, ο θυμός, και ένα του γήινου, ο πόνος.
Θύμωσα με την αδυναμία μου. Αλλά δεν κατάφερα να πεισμώσω και να βρω τη δύναμη για να κάνω την υπέρβαση που μου ζητούσε η στιγμή.
Και έπειτα έρχεται ο πόνος. Εκείνος που ενώ εκφράζεται στο φυσικό, έχει της ρίζες του στην αδυναμία την θέλησης.
Εφευρίσκουμε πολλούς μοναδικούς πόνους, πραγματικά, όσοι βαραίνουμε τα βήματα του ελαφρού μας είναι.
Αποτυχία το έζησα, ξανά και ξανά μες το μικρό μου κεφαλάκι και ούτε στιγμή δεν είδα ότι ήταν παιδική ασθένεια που την πέρασα ελαφρά.
Χωμένος στο "δράμα" μου προσπαθούσα να πάρω αποφάσεις απορριπτικές. Ότι τάχα δεν είναι αυτό για μένα και έτσι "από σήμερα τέλος". Βαρύγδουπες δηλώσεις πρόσκαιρης απογοήτευσης.
Μα, το χέρι μου, από αίσθημα αυτοσυντήρησης, συνέχεια έπιανε στιγμούλες και της μετέτρεπε σε λέξεις, που κρυφά τοποθετούσε σε σειρά για να χωρέσουν στα κουτάκια του μυαλού μου.
Αρχικά με σαρκασμό, για να ξεγελάσω τους λόγους που αθετούσα. Στη συνέχεια κατάλαβα ότι δεν μπορείς να ξεγελάσεις το υλικό που σ' έχτισε γιατί κουβαλάει τις μνήμες όλων όσων σε κάνουν αυτό που είσαι.
Ξανακύλησα. Άνοιξα ένα παράθυρο και άφησα να βρουν διέξοδο, ακόμα μία φορά, τα μέσα που στηρίχθηκαν στο θυμό της αδυναμίας.