Στην αρχή το είπα άρνηση. Μετά επαναπαύτηκα στο βαριέμαι. Ακολούθησε το δεν προλαβαίνω. Κατέληξα στο θυμό, που φέρνει άρνηση και έτσι ξεκινάω πάλι από την αρχή.
Δεν έγραψα και δεν γράφω, εδώ τουλάχιστον, γιατί σε παλιόχαρτα και κάθε ηλεκτρονική γωνιά που ξετρυπώνω δεν σταμάτησα ποτέ. Και πιέζομαι, μα την αλήθεια, με αυτή την απομάκρυνση.
Απ' την αρχή θυμός ήταν, τώρα το αναγνωρίζω. Αυτό το παρεξηγημένο συναίσθημα. Το τόσο υγιές όσο και ο πόνος.
Δεν είπα οργή, ούτε οδύνη που και τα δύο καταλήγουν σε ξεσπάσματα και ίσως είναι λίγο αρρωστημένα. Έκανα λόγο για τις δύο προειδοποιήσεις της ανθρώπινης φύσης ότι κάτι δεν πάει καλά και σου χτυπάει καμπανάκι. Ένα καμπανάκι της ψυχής, ο θυμός, και ένα του γήινου, ο πόνος.
Θύμωσα με την αδυναμία μου. Αλλά δεν κατάφερα να πεισμώσω και να βρω τη δύναμη για να κάνω την υπέρβαση που μου ζητούσε η στιγμή.
Και έπειτα έρχεται ο πόνος. Εκείνος που ενώ εκφράζεται στο φυσικό, έχει της ρίζες του στην αδυναμία την θέλησης.
Εφευρίσκουμε πολλούς μοναδικούς πόνους, πραγματικά, όσοι βαραίνουμε τα βήματα του ελαφρού μας είναι.
Αποτυχία το έζησα, ξανά και ξανά μες το μικρό μου κεφαλάκι και ούτε στιγμή δεν είδα ότι ήταν παιδική ασθένεια που την πέρασα ελαφρά.
Χωμένος στο "δράμα" μου προσπαθούσα να πάρω αποφάσεις απορριπτικές. Ότι τάχα δεν είναι αυτό για μένα και έτσι "από σήμερα τέλος". Βαρύγδουπες δηλώσεις πρόσκαιρης απογοήτευσης.
Μα, το χέρι μου, από αίσθημα αυτοσυντήρησης, συνέχεια έπιανε στιγμούλες και της μετέτρεπε σε λέξεις, που κρυφά τοποθετούσε σε σειρά για να χωρέσουν στα κουτάκια του μυαλού μου.
Αρχικά με σαρκασμό, για να ξεγελάσω τους λόγους που αθετούσα. Στη συνέχεια κατάλαβα ότι δεν μπορείς να ξεγελάσεις το υλικό που σ' έχτισε γιατί κουβαλάει τις μνήμες όλων όσων σε κάνουν αυτό που είσαι.
Ξανακύλησα. Άνοιξα ένα παράθυρο και άφησα να βρουν διέξοδο, ακόμα μία φορά, τα μέσα που στηρίχθηκαν στο θυμό της αδυναμίας.