Ένα μικρό αγκίστρι έχεις εδώ φυλαγμένο, για να δικαιολογείς όσα δεν πρόφτασες.
Αγκυλώσεις ετών, με βήματα αβέβαια, όπως εκείνα στις απόμερες ακτές που επέλεξες.
Σπασμωδικές αντιδράσεις ενστίκτου θρεμμένου με τον απροσδιόριστο φόβο του αγνώστου.
Μα είχες ήλιο, νερό κι αλμύρα. Υπομονή και χρόνο χρειαζόσουν για να λειάνεις πέτρα.
Άμαθος περπάτησες γρήγορα με την ανάγκη του βότσαλου και μάτωσες τα πέλματα.
Αν κοίταζες τη θάλασσα, όχι τον ορίζοντα, την αντάρα της κι αν έστεκες για λίγο…
Δεν αγαπάς τα καλοκαίρια όπως οι άλλοι. Σαν απωθημένο τ’ αγαπάς.
Κόλακας του ανικανοποίητου, με τις ουλές ανοιχτές να ματώνουν πλέον και στην άμμο.
Τα ίχνη που αφήνεις δεν είναι βαθιά αλλά έχουν χρώμα, κόκκινο.
Μην αγαπάς τα καλοκαίρια. Μόνο τη θάλασσα αγάπα και φρόντισε να περπατάς κοντά της.
Ίχνη και ουλές θα εξαφανίσει. Το καλοκαίρι ήταν η ευκαιρία, η θάλασσα ήταν πάντα Εκείνη…