Είδα τη σιχαμένη μηχανή που με συνέθλιβε υποχθόνια τόσα χρόνια να παραλύει σιγά-σιγά και να τρίζει ξεχαρβαλωμένη καθώς άρχισε να μασάει τα ιδία της τα γρανάζια.
Είχα καταφέρει να ξεκολλήσω από αυτή και σαν απότομα από ύπνο ξυπνητός, με την ταραχή ακόμα να τραντάζει το στήθος μου, παρατηρούσα ένα τοπίο που τόσα χρόνια, σαν υπνωτισμένος, παρέβλεπα.
Είχα απλά τσακωθεί με τον προϊστάμενό μου.... ακόμα χειρότερα. .. στον ύπνο μου.
Ξυπνάς από την πτώση. Βρίσκεσαι όρθιος δίπλα στο κρεβάτι του Προκρούστη που από την πτώση σου έχει αναποδογυρίσει.
Παρατηρείς τον απεχθή μηχανισμό από κάτω να συρρικνώνεται καθώς τσαλακώνει τη δομή του και σου προκαλεί αηδία.
Η καρδιά σου τρέμει στο στήθος. Έχεις γλυτώσει κι όμως πενθείς.
Χρόνια πάνω στο κρεβάτι περιορισμένος, προστατευμένος από τη δύναμη της άγνοιας, στρωμένος, ίδιο γεύμα, στο τραπέζι που αναγνώριζες κρεβάτι.
Πόσο άθλιος μηχανισμός! Παραλύει, φτύνει το ίδιο του το γράσο.
Πισωπατώ, δε μου αρέσει να στιγματίζομαι με ανεξίτηλους λιπαρούς λεκέδες.
Αηδία.
Μια υποψία υπεροψίας που χαράσσεται αμυδρά σε ένα καλοσχηματισμένο σφυρήλατο ύφος. Δικό μου.
Όχι αλώβητος, αλλά νικητής με γρατζουνιές και ξένο αίμα, διάφανο, ξερό σχεδόν εξ' αρχής, πασαλειμμένο στις παλάμες μου. Ορθάνοιχτες, από αηδία, απουσία δαφνών και άδειες τιμών αλλά καθαρές ατιμώσεων.
Υπέρβαση, σαν κεκτημένο, που χάνει την αξία του πριν καν προλάβεις να το αντιληφθείς.
Πλησιάζω τη ρίζα και απομακρύνομαι από το ζουμερό, στυφό λωτό.
Στείρος καρπός, δίχως πυρήνα, που καταπίνει λαίμαργα τον ήλιο και χυμούς.
Η ρίζα αγόγγυστη τροφός. Ο ήλιος ζωοδόχος μετουσιωτής. Δεδομένες ουσίες αόρατες να προσπερνάς.
Διαλέγεις το εφήμερο με πορεία προδιαγεγραμμένη στο σάπιο.
Δεύτερο πρόσωπο από επιλογή, απαλλαγμένο ποιητικής αδείας και μύχιας έκφρασης.
Φθορά που φθίνει όσο απομακρύνομαι.
Απομακρύνομαι, μακραίνω. Αναγνωρίζω την εικόνα ολόκληρη.
Πρώτο πρόσωπο, σαν μόνη επιλογή, ντυμένο ποιητική αηδία.