Μεγάλες σπατάλες κάθε μέρα...
Στη δουλειά, στις παρέες, στα αυτονόητα, στις αδυναμίες... παντού.
Και έρχεται η στιγμή να επιλέξεις...
Σάββατο...
Ξύπνησα με ένα τραγούδι... ήπια καφέ και έπιασα κουβέντα προσπαθώντας να προγραμματίσω τη μέρα μου.
Δεν τα κατάφερα πέραν του δεδομένου ότι θα χρειαζόταν να πάω για μια δυο ωρίτσες στη δουλειά.
Ντύθηκα, ψευτοσυνεννοήθηκα για έναν καφέ με έναν φίλο απ’ τα παλιά, σχεδόν άγνωστο πλέον για μένα και έφυγα...
Στη δουλειά ο χρόνος έφυγε γρήγορα με τα αρχεία που είχα να διαχειριστώ και μπορώ να πω ότι σχεδόν όπως πάντα μου βγήκε πολύ εύκολα. Οπότε δεν πρόλαβα να πιω τον καφέ που έφτιαξα. Τον σκέπασα και τον άφησα πάνω στο γραφείο.
Δεύτερος καφές μιας κι εκείνος στη δουλειά δεν πιάνεται... όχι ακόμα τουλάχιστον.
Ο Γ. σχεδόν αμήχανος... εγώ την αμηχανία μου την πάλευα ακόμα μία φορά φλυαρώντας για το ένα και το άλλο.
Άνοιγα τα κουτάκια μου με τις αναμνήσεις, τις ταξινομημένες μου εμπειρίες, τα κατασταλάγματά μου και τα οριοθετούσα με λέξεις.
Ο καφές τελείωνε και η συνάντηση κρατούσε και για τους δύο περισσότερο από όσο νομίζω και οι δυο μας περιμέναμε.
Ο Γ. άρχισε να αφήνεται και αν μας δινόταν λίγος ακόμα χρόνος θα βγάζαμε τα παπούτσια, θα βάζαμε τα πόδια στους καναπέδες και θα μιλούσαμε για ώρες ακόμα με πολλές ενδιάμεσες σιωπές για να βρει χώρο να υπάρξει κι εκείνο που δεν χωράει σε λέξεις.
Άλλωστε από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε έχει περάσει πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα, που θα έλεγε και ο Sam στην Casablanca.
Ο καιρός δεν έλεγε να αποφασίσει... θα βρέξει ή όχι;
Πάντως εγώ με ήλιο ξεκίνησα από το σπίτι.
Αποχαιρετιστήκαμε χωρίς λόγια (ή ίσως εγώ να μην τα θυμάμαι), χωρίς βλέμματα και φτάνοντας στη στάση του λεωφορείου εκείνο έφευγε...
Βιαζόμουν μήπως;
Θα το αλητέψω το Σάββατό μου... το μέσα μου...
Κατέθεσα... δεν σπατάλησα... ξόδεψα... αλλά όχι άδικα... μα έχω ακόμα μερικά στην μέσα τσέπη... δεν θέλω να τα κρατήσω να με δεσμεύουν.
Είχα έναν παρατημένο καφέ κάπου απέναντι... και έναν άνθρωπο...
Αδερφέ ήρθα... στο μέρος που συναντιόμαστε πάντα... στο ανούσιο... αυτή τη φορά φοράω όμως άλλα ρούχα. Μη σε ξεγελάει που κάτι σου θυμίζουν... δεν είναι τα ίδια.
Πιάνω την κούπα με αυτό που πριν λίγες ώρες ονόμαζα καφέ και τώρα έχει γίνει Θεία κοινωνία.
Άναψε εσύ τσιγάρο - θυμιατό και κάτσε να λογαριάσουμε λυγμούς.
Όσες ώρες μετρήσαμε μαζί μέχρι τώρα στον ίδιο ετούτο χώρο ζύγισέ τον με τα πρώτα δέκα μας λεπτά του σήμερα. Βγάλε αποτέλεσμα και έλα να μου πεις κι εμένα του μεθυσμένου για την σπατάλη και το κόστος τις κάθε μας ημέρας.
Ζαλισμένος από αλήθεια αποζητούσα να καταθέσω ως και το τελευταίο μου κέρμα για την επόμενη διαφάνεια της ψυχής μας.
Δεν θα τελείωνε εδώ η μέρα το ήξερα από την αρχή.
Βρήκα στο στρίφωμα δύο ακόμα κέρματα και δυο γουλιές κοινωνία υπολείπονταν στην κούπα μου.
Ήρθε το βλέμμα της (Ζ)ζωής και το χαμόγελό της, εκείνο που με κάνει να ευτυχώ ακόμα και όταν η καθημερινότητα πίσω από το υαλότουβλο με συντρίβει.
Στιχάκια σε αρμένικους ρυθμούς πετούσα, να χτυπούν πάνω σας και να επιστρέφουν πίσω έχοντας αλλάξει σχήμα. Τα έπιανα και τα τοποθετούσα αριστερά τις στιγμές που δεν με βλέπατε.
Δεν είναι πολλές οι μέρες, ούτε καν οι αργίες που η (Ζ)ζωή σου έρχεται τόσο κοντά.
Στέκεστε πλάι πλαί και ακούτε από το ίδιο ζευγάρι ακουστικά, χορωδία σε απόλυτη εναρμόνιση, τον χτύπο της καρδιάς τριών ανθρώπων.
Ρίχνω το τελευταίο μου κέρμα αλλά δεν θέλω να πάρω τίποτα σαν αντάλλαγμα... δεν θέλω να δω άλλη προβολή. Θα φτιάξω μόνο μια ιστορία να πάρω μαζί μου για το δρόμο... να την πάρω χέρι χέρι να με πάει ως το σπίτι... μην φτάσω πάλι μόνος.
Έκανα το guest μου και αποχωρώ. Πάντα επισκέπτης, πελάτης – καλοπληρωτής.
Δεν θα μπορούσα να το διαχειριστώ να επιστρέψω με τη συγκοινωνία στη βάση μου. Πήρα ταξί. Για μια στιγμή μονάχα σκέφτηκα πως θα πληρώσω την κούρσα αφού τα είχα όλα καταθέσει... έβαλα το χέρι στην τσέπη και ήταν γεμάτη... έψαξα στο συναίσθημα και ήταν άδειο... από εκεί ξόδευες πάλι φιλαράκο; Αδιόρθωτος...
Έβαλα μουσική και χάθηκα... ο ταξιτζής θα πληρωνόταν μόνο με ότι είχε η τσέπη μου... ούτε καν μια λέξη δεν θα έδινα.
Τώρα είναι πάλι όλα γεμάτα... πότε θα ξαναπαίξουμε monopoly το μέσα μας;
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Επενδύοντας στο Σάββατο...
Labels:
moMentS