Σαν πέφτουν πάνω σου τα λόγια μου, το ξέρω, σε λερώνουν.
Μια αχτίδα φως περνά από το παράθυρο του απογεύματος.
Παραιτημένος έχω πέσει στην πολυθρόνα και τάχα δουλεύω με τον υπολογιστή ανοιχτό μπροστά μου.
Κοιτώ λοξά την ιστορία να εξελίσσεται στο βάθος του διαδρόμου χωρίς να συμμετέχω.
Ο Νικόλας παίζει με το τίποτα. Όλος ο κόσμος είναι στο μικρό του κεφαλάκι που το στολίζουν χιλιάδες χρυσά δαχτυλίδια.
Μεγάλο μέτωπο, κατάλευκο δέρμα, ένα ζευγάρι πανέξυπνα μικρά ματάκια και δυο δοντάκια στραβά προβάλουν κάθε που στρέφει το βλέμμα του σε μένα και μου χαμογελά.
Αφοσιωμένος στα σωματίδια τις σκόνης που αργά ανεβαίνουν στην δέσμη φωτός που τον λούζει σηκώνει τα χεράκια του και επικοινωνεί σε έναν κώδικα που μου είναι αδύνατο να σπάσω.
Τόσες επικοινωνιακές προσεγγίσεις καταστρώνω κάθε μέρα και πουλάω. Αυτός ο κώδικας ξεπερνά κάθε μου στρατηγική.
Φοβάμαι να γίνω μέρος του κόσμου σου, μη χαρακτηριστώ ανεπαρκής. Θυμάμαι όμως ότι στον κώδικα αυτό δεν υπάρχουν στοχεύσεις, ούτε προσδοκίες. Όλα παρακινημένα από ένστικτο αντανακλούν την απλότητα της προσπάθειας χωρίς ν' αποζητούν το αποτέλεσμα.
Μόνο αυτό θυμάμαι. Έχω ξεχάσει πως είναι ένας κόσμος δίχως έννοιες αξιώσεων.
Θέλω να καταλάβω. Να τρυπώσω κρυφά στον κόσμο σου και να παίξω έναν ρόλο. Οποιονδήποτε. Κομπάρσος στο μεγαλείο σου.
Τα θέλω είναι αιτία δυστυχίας απ' τη στιγμή που έφτασες να αναγνωρίζεις τη διαφορετικότητα αυτή.
Το ανικανοποίητό μου λειαίνει ένα σου ακόμα χαμόγελο. Στα δαχτυλάκια σου κρατάς ολόκληρη την ύπαρξη μου.
Για τούτη τη στιγμή μονάχα τα παράλληλά μας σύμπαντα κατάφεραν να συνυπάρχουν.
Δεν θέλω να σε φέρω στην δική μου πλευρά. Θέλω εγώ να περάσω στη δική σου.
Είναι θέμα χρόνου να σε δω να πλησιάζεις. Αλλά κι ο χρόνος δεν υπάρχει ακόμα στη δική σου κοσμοθεωρία. Ούτε η ανησυχία, που με πιάνει σαν το σκέφτομαι.
Πέρασαν τριάντα χρόνια και δεν σ' έχω δει. Ακόμα όμως αγωνίζομαι να σου μοιάσω.