Άνοιξε τη ντουλάπα. Λεβάντα, σαν ξεθυμασμένος έρωτας. Απομεινάρι από κάποιο νοικοκύρεμα της μάνας του στις αρχές του καλοκαιριού. Ακόμα μία παροπλισμένη σεζόν από ρηχά συναισθήματα. Βάλθηκε να ψάχνει βαθιά στη ντουλάπα σαν από ανάγκη για εξιλέωση. Στα πίσω-πίσω του προτελευταίου ραφιού, ψηλαφιστά, ακούμπησε την ανάγκη του. Η χοντρή, γκρι ζακέτα. Την τράβηξε έξω με τέτοια μανία, σαν να ξερίζωνε τις τύψεις ολόκληρου του πρότερου βίου του, ρίχνοντας στο πάτωμα όλα τα χρωματιστά μακό που βρίσκονταν μπροστά. «Φτηνά καλοκαίρια» σκέφτηκε και αγκάλιασε το πλεκτό.
Επτά χρόνια πριν. Αυτή η ζακέτα τον είχε ζεστάνει στους ατελείωτους περιπάτους, στο άγνωστο τότε για εκείνον Παρίσι. Του την είχαν δωρίσει με την αφιέρωση «να παραμένει ζεστός, για να ζεσταίνει και της καρδιές των άλλων». Έτσι ήταν τότε ο Νίκος, εγκάρδιος και αγαπησιάρης.
Έκατσε στο κρεβάτι με τη ζακέτα στα πόδια του και τα ακροδάχτυλά του να χαϊδεύουν την απαλή αραιή πλέξη. «Ποιος ξέρει ποιο χέρι απελπισμένης γυναικός την έφτιαξε ως δημιουργική έκφραση της απελπισίας της; Ο έρωτας, θέλει σφιχτά πλεγμένα αισθήματα για να αντέξει» αποφάνθηκε πικρά.
Με αυτή τη ζακέτα έχασε τρεις φίλους και έναν έρωτα. Τέσσερις απώλειες. Άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά. Τέσσερα κι αυτά. Ένα για κάθε απώλεια.
«Οι ερωτευμένοι δε χαρίζουν ζακέτες» είπε απαξιωτικά και πέταξε τη ζακέτα στο πάτωμα, πάνω στο σωρό με τα μακό. «Αν μου χάριζες μια σοκολάτα θα την είχα φάει και δε θα με ακολουθούσε στο σήμερα» κοντοστάθηκε και συνέχισε, σαν να έστηνε καυγά με το παρελθόν. «Κι οι τρεις μου το έλεγαν, να μην περιμένω πολλά. Να μη στηρίζω σε σένα κανένα όνειρο. Θα γυρνούσαμε στην Ελλάδα και θα ζούσαμε μαζί. Θα ξεπερνούσες τις ανασφάλειές σου και… και τώρα έχω μια γκρι ζακέτα που δεν ταιριάζει με τίποτα».
Πόλεμος είχε ξέσπασε για μία ζακέτα. «Έτσι έφτασαν να σε αποκαλούν, ζακέτα, οι φίλοι μου που κατηγόρησα ωμούς για όσα μου έλεγαν για σένα. Όταν τους έχασα έφτασα να έχω μόνο αντίπαλο εσένα. Και τότε κατάλαβα. Έγινες ο πιο ωμός μαχητής. Συνέπεια της υποταγής στη σκληρότητα του πολέμου. Πλάνη της μη αποδοχής του ζυγού που σ’ έντυσε η συνήθεια. Έφυγες. Τελείωσε ο πόλεμος».
Ο Νίκος είχε χωρίσει πριν πέντε χρόνια αλλά καθόλου δύσκολο δεν του ήταν να επαναφέρει ένα δράμα για να ζήσει ακόμα μία συναισθηματική, και θεατρική, ένταση. One man show. Ούτε θεατές δεν χρειάζεται, του αρκεί μόνο η αφορμή. Ακόμα και το σενάριο περιττεύει.
Έφτασε στην πόρτα του δωματίου. Γύρισε και κοίταξε τη φωτογραφία με τους τρεις φίλους του πάνω στη βιβλιοθήκη. «Απόμαχοι αισθημάτων πεθαμένων» είπε δραματικά. «Έκτοτε πλάνητες όλοι οι στρατιώτες σε ερήμους άνυδρες ερώτων περιφέρονται» συνέχισε με στόμφο και σήκωσε το χέρι σαν να έπαιζε Άμλετ.
Γύρισε πίσω, σήκωσε τη ζακέτα από το πάτωμα και έκοψε ένα ένα τα κουμπιά τραβώντας τα δυνατά. «Ούτε ζακέτες, ούτε ουλές από παράσημα που προσπάθησα κάποτε να καρφώσω θέλω. Δεν στέκουν σε ζακέτες τα στολίδια. Θέλουν βαρύ ύφασμα» έκανε φινάλε πετώντας στον αέρα τη ζακέτα και παίρνοντας το μάλλινο σακάκι που έψαχνε αρχικά στη ντουλάπα. Το φόρεσε, έκανε μια υπόκλιση και έσκασε στα γέλια.