Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Σαββάτο απόγευμα στο Κέντρο

Πόσο εκτεθειμένος μπορείς να αισθανθείς ακίνητος στη μέση μιας πλατείας, την ώρα της μπόρας, χωρίς ομπρέλα;
Concerto Pour Deux Voix  (κοντσέρτο για δύο φωνές) στ’ αυτιά μου, γύρω μου ένας ήχος συρτός, σαν ψίθυρος, ο ήχος της πόλης Σάββατο μεσημέρι, μπερδεμένος με το μονότονο ίσο της βροχής.
Έψαξα υπόστεγο να σταθώ, να ταιριάξω, να μην είμαι ο τρελός που σε λίγο θ’ αποτελούσε θέαμα για τους περαστικούς με τις ομπρέλες.
Αναγκαστική αποκέντρωση. Στο μέσο τυγχάνει να μην τοποθετούν κανενός είδους καλύπτρα. Κάποιος αρχιτεκτονικός κανόνας θα υπάρχει που μάλλον αγνοώ.
Μια έρημη τέντα πλανόδιου πωλητή - τι να πουλήσει τέτοια ώρα; - ήταν το πλησιέστερο σημείο σωτηρίας για τον αταίριαστο.
Το κοντσέρτο ήταν στο μεγάλο σόλο πριν το φινάλε όταν ήρθε η παρέα μου. Αγκαλιασμένοι κάτω απ’ την ομπρέλα οι φίλοι μου. «Δεν χωράμε και οι τρεις κάτω απ’ την ομπρέλα». Σκεφτόμουν ότι δε θέλω να χάσω το λυρικό φινάλε του Jean Baptiste με τη γάργαρη κορόνα του αλλά είναι εδώ οι φίλοι μου. Παύση, τα κοντσέρτα μπορούν να περιμένουν, είναι πιο χρήσιμα όταν γεμίζουν τα κενά. «Δεν με πειράζει, ας χαλάσω λίγη από την τελειότητα, ας βραχώ προς τιμήν των όσων δήλωνα χτες».
«Θα βραχούμε όλοι μαζί τότε». Έκλεισαν την ομπρέλα και διασχίσαμε την πλατεία κάθετα. Μέχρι το φανάρι είχε σταματήσει ο φανατισμός της μπόρας. Επιβεβαίωση ψάχνουν και τα φαινόμενα.
Περπατούσαμε στα στενά σαν τουρίστες χαμένοι στο κέντρο μιας άγνωστης πόλης. «Μ’ εμένα οδηγό σίγουρα θα διαρκέσει λίγο παραπάνω η διαδρομή. Χάνομαι στους δρόμους και βρίσκω τον εαυτό μου».
Στην πόρτα ενός μικρού βιβλιοπωλείου, ένα πρόχειρα γραμμένο χαρτί κολλημένο στο τζάμι, έγραφε «βιβλία στο κόστος». Μόνο εγώ το είδα και σταμάτησα για λίγο χωρίς να το σχολιάσω μεγαλόφωνα. Σκέφτηκα στιγμές σαν και τούτη που γράφω. Δε με συμφέρει να ψωνίσω σε αυτό το βιβλιοπωλείο, θα είναι πολύ ακριβό. Το «κόστος» των βιβλίων είναι πολύ μεγάλο στην πραγματικότητα και αν αυτός ο βιβλιοπώλης σέβεται τον συγγραφέα και πουλάει τα βιβλία του στο πραγματικό τους «κόστος» τότε δεν μπορεί να ανταποκριθεί η τσέπη μου.
Βρήκαμε τη στοά. «Εδώ, θα φοιτήσουμε όπως κάνανε στους παλιούς καφενέδες». Μπερδεμένοι τύποι ανθρώπων, έτσι μαθαίνεις το σεβασμό. Μία σόμπα γκαζιού και άβολες καρέκλες, βουτηγμένος στο απλό εστιάζεις περισσότερο στην ουσία. Δίπλα στη βιτρίνα με τα γουναρικά, που αν εστίαζες καλύτερα στα πρόσωπα των νεκρών αλεπούδων ανατρίχιαζες, και την παλιά πινακίδα που ακόμα έχει γραμμένα τα καπέλα με δύο λάμδα.
Αυτοσαρκασμός, γέλια και αβίαστα η αλήθεια άφηνε χώρο στα βλέμματα να λένε τα σοβαρά. Εκείνα που όταν μπαίνουν σε λέξεις χάνουν την ουσία τους.
Η επιστροφή ήταν εύκολη. Μετά από τόση διαύγεια προσανατολίζεσαι. Δεν έχεις λόγο να χαθείς. Ξέρεις που είσαι, που πας και απλά περπατάς ανάλαφρα στη βροχή που πάλι έπιασε το μονότονο τραγούδι της.