Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ένα μικρό αγκίστρι

Ένα μικρό αγκίστρι έχεις εδώ φυλαγμένο, για να δικαιολογείς όσα δεν πρόφτασες.
Αγκυλώσεις ετών, με βήματα αβέβαια, όπως εκείνα στις απόμερες ακτές που επέλεξες.
Σπασμωδικές αντιδράσεις ενστίκτου θρεμμένου με τον απροσδιόριστο φόβο του αγνώστου.
Μα είχες ήλιο, νερό κι αλμύρα. Υπομονή και χρόνο χρειαζόσουν για να λειάνεις πέτρα.
Άμαθος περπάτησες γρήγορα με την ανάγκη του βότσαλου και μάτωσες τα πέλματα.
Αν κοίταζες τη θάλασσα, όχι τον ορίζοντα, την αντάρα της κι αν έστεκες για λίγο…
Δεν αγαπάς τα καλοκαίρια όπως οι άλλοι. Σαν απωθημένο τ’ αγαπάς.
Κόλακας του ανικανοποίητου, με τις ουλές ανοιχτές να ματώνουν πλέον και στην άμμο.
Τα ίχνη που αφήνεις δεν είναι βαθιά αλλά έχουν χρώμα, κόκκινο.
Μην αγαπάς τα καλοκαίρια. Μόνο τη θάλασσα αγάπα και φρόντισε να περπατάς κοντά της.
Ίχνη και ουλές θα εξαφανίσει. Το καλοκαίρι ήταν η ευκαιρία, η θάλασσα ήταν πάντα Εκείνη…

Στο μπλε #1

Όλα στα σχέδια να μένουν. Μην τύχει και ολοκληρώσεις τίποτα. Γρουσουζιά.
Γλιστρούν οι μήνες στην επιφάνεια των δήθεν ανώδυνων.
Στο λογαριασμό να σε δω. Όταν θα έχεις σπαταλήσει τόσα και θα είσαι πάλι χρεωμένος.
Στα μπλε που δανειστικές απ’ τους μεγάλους της τέχνης κολυμπάς κι ασθμαίνεις.
Επιλογή επίπονη της αδύναμης φύσης του παρελθοντικού εγώ σου.
Λαχτάρισες άλικο κόκκινο, για να τρομάζει και το ίδιο το πάθος, τον πόθο τον πρωτόγονο.
Με τόσο μπλε, πως να αντέξεις την επιστροφή στην κατά μέτωπο αναμέτρηση με την Ανατολή.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Άρνηση στις λέξεις

Βήματα. Δεν τα μετρώ τελευταία. Δεν ψάχνω συγχρονισμό. Κάτι συμβαίνει. Κοιτώ πάλι αλλού. Εκεί που δεν κοιτούν οι γύρω μου. Εκεί που δεν εστιάζει κανείς την ώρα εκείνη.
Στάση. Που είμαι; Δεν είναι αυτός ο προορισμός μου. Δε διάλεξα αυτή τη διαδρομή. Στο εισιτήριο δεν αναγράφεται πλέον το ταξίδι, μόνο το αντίτιμο. Θα πάω με τα πόδια.
Λάθη. Ασήμαντα τα λες. Ανώδυνα τα λέω. Αλλά είναι πολλά. Όλα στις ώρες που μου ανήκουν. Στις ώρες των απαιτήσεων κεντάω σταυροβελονιά τα πιο περίτεχνα σχέδια.
Λήθη. Ψέματα λέω. Την προσποιούμαι. Τη φοράω όπως όλα τα καλοσιδερωμένα μου. Με στενεύει. Δεν είμαι άνετα μέσα σε αυτή αλλά δείχνει καλά. Θα μείνω στην εικόνα.
Επιλογές. Αυτές που είμαι και αυτές που κάνω. Ταιριάζουν, αλλά και πάλι κοιτούσα αλλού. Κατατάσσονται στις ώρες τις δικές μου. Μου δικαιολογείς το λάθος; Θυμώνω παιδικά.
Συμβιβασμός. Τον προσπαθώ, στο υπόσχομαι. Έχω παραπάνω από ικανοποιητικά αποτελέσματα. Αυτός κατατάσσεται σε όλες τις ώρες αλλά είναι θέση απαιτητή.
Βολέματα. Τα έμαθα από τα ενοχλημένα βλέμματα που δεχόμουν όταν η αδάμαστη αφέλεια με ωθούσε να παρουσιάζω την αλήθεια ολόγυμνη. Εκτίμησα την ηθική τους.
Γνώμες. Όλες επιστρέφουν συμβουλές. Είναι γλυκές και εύπεπτες αλλά παχαίνουν. Σερβίρονται με υπερβολικές δόσεις αυταρέσκειας. Μου αρέσουν αλλά είμαι σε διατροφή.
Ψέματα. Με τη μορφή παραμυθιού. Αυστηρώς για ιδία χρήση. Καθημερινά πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Παρενέργειες σε μακροχρόνια χρήση: παραισθήσεις. Δοκιμασμένο σε παιδιά.
Ανάγκες. Σε εποχές κρίσης να θέτεις σοφά τις προτεραιότητες. Μεγιστοποίηση του οφέλους. Με έναν Maslow αναποδογυρισμένο τόσα χρόνια, πώς να τα καταφέρω;
Ημέρες. Καρμπόν. Εξαιρούνται Σαββατοκύριακα, αργίες και αθροιστικά οι στιγμές θυμού. Εφεξής ανήμερες, μέχρι να αλλάξεις το ημερολόγιο που κιτρινίζει στον τοίχο.
Τέλος. Μόνο του κειμένου αναγνωρίζω σαν ανάγκη. Όλα τα άλλα θα τα λέω ολοκλήρωση. Δεν  είναι άρνηση, αυτή τη λέξη, την άφησα να απέχει. Για να εξέχει τίτλος.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Μία γυναίκα, μία νύχτα, τρεις ρόλοι

«Σήμερα είσαι δικός μου. Κολωνάκι στις 23:00». Κάποια χρόνια πριν το μήνυμα αυτό θα διαβαζόταν με περισσότερο στόμφο. δεδομένου του ότι δεν θα είχε παραδοθεί σε ένα κινητό τηλέφωνο, μέσα σε ένα λεωφορείο, αλλά με την επισημότητα τηλεγραφήματος.
«Σήμερα είσαι δικός μου stop Κολωνάκι στις 23:00 stop». Το απόλυτο της περιόδου, στο πρώτο μισό του μηνύματος, θα μπορούσε να πείσει οποιονδήποτε να ξεκινήσει με τα πόδια τη διαδρομή και στα μισά ν’ αντιληφθεί ότι του λείπει ο προορισμός.
Όταν το θέμα έχει τεθεί με τέτοιο τρόπο καλό είναι να μη θέτεις προσδοκίες και απλά να αφήνεσαι να το ζήσεις. Άλλωστε δεν χρειάζονται περισσότερα λόγια οι ασυμβίβαστοι που γνωρίστηκαν στο συμβατικό.
Κυρία στο ραντεβού της, όπως και σε όλα τ’ άλλα. Η καθυστέρηση ήταν τόση, όση χρειάζεται για να διατηρούνται οι παραδοσιακές αξίες που θέλουν το κάθε φύλο στο ρόλο του. Άλλωστε στο ρόλο γυναίκα δε χρειάζεται να την επιβεβαιώσει κανένας πλέον.
«Θέλω να πιω» δήλωσε ρητά. Η ευκτική των προσποιούμενων κυριών δεν υπάρχει στον κόσμο της. «Θέλω» λέει, και αν διαβάζεις προσεκτικά, καταλαβαίνεις το «γιατί εδώ και χρόνια έμαθα να μοιράζομαι».  Αν έχεις δε εξασκηθεί με ανάγνωση ποίησης ίσως να αντιληφθείς και το «μοιράζομαι εμένα και ό,τι έχω».
«Καλησπέρα, με λένε Ε. Εσένα;» είπε στο κορίτσι πίσω από τη μπάρα, κοιτώντας το στα μάτια. «Ιοκάστη, θέλω ένα Haig με πάγο» ολοκλήρωσε την επιθυμία της. Δεν παρήγγειλε, εξομολογήθηκε στην Ιοκάστη το ζητούμενο της.
«Πάμε στο επόμενο». Τόση προστακτική συντεταγμένη, σοφά, με τόση τρυφερότητα δεν μπορεί παρά να πηγάζει από γεμάτο άνθρωπο. Είναι αδύνατο να διαχειριστεί διαφορετικά τόση απουσία υποκειμένου.
Το αδιαχώρητο της νεολαίας. «Κράτα μου το χέρι» χωρίς λόγια, μόνο με μία κίνηση. «Στο κέντρο ταιριάζουμε καλύτερα» συνέχισε, τη δίχως λέξεις επικοινωνία. Η αντίθεση μοιάζει παραφωνία αν δεν κάνει αισθητή την παρουσία της.
Κάθε μία ώρα κοίταζε το τηλέφωνό της. Στο τελευταίο μήνυμα τοποθετήθηκε «Δε μου τα λέει καλά ο μικρός». Μπορείς να φανταστείς ό,τι θέλεις. Μια γυναίκα, στη μέση ενός μπαρ, με ένα ποτό στο χέρι να κοιτάζει το κινητό της και να θυμώνει με νεότερο αρσενικό. Τι ρόλο παίζει αυτή η εντυπωσιακή γυναίκα, που έχει συσκευή τελευταίας τεχνολογίας και ξέρει όλες τις νέες «επιτυχίες»;
«Έχει και συνέχεια». Όλα πρέπει να έχουν σαφή όρια. Αρχή μέση και τέλος. Εκεί, στο τέλος, δεν ήταν στημένη η νεολαία. Είχε τα χέρια ψηλά και τα κορμιά λικνίζονταν ιδρωμένα.
Ο όμορφος νεαρός που διευθύνει το μαγαζί την αγκάλιασε, τη φίλησε και αποχώρησε. Πριν προλάβει να παραγγείλει ποτά, είχαν έρθει, «από τον κύριο Α.» όπως την ενημέρωσε το ανώνυμο αγόρι του μπαρ που πλησίασε λίγο περισσότερο για να της το πει. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει το όνομά του, γιατί την έπιασαν τα γέλια.
Ο Α. από την άλλη άκρη ύψωσε το μπουκάλι που κρατούσε στην υγειά μας. Το ανώνυμο αγόρι που σερβίρει τα ποτά σάστισε. Ψιθύρισε κάτι στον διπλανό του. Η Ε. του ζήτησε χαρτί και στυλό. Ίσως και να του έδωσε την εντύπωση ότι θα του προσφέρει τον αριθμό του τηλεφώνου της. Ο Α. συνοφρυώθηκε.
Άρχισε να γράφει στο χαρτί που μουσκευόταν πάνω στη βρεγμένη μπάρα. Το έδωσε στον μπάρμαν δείχνοντάς του τον παραλήπτη.
«Αγάπη μου, σε ευχαριστώ για τα ποτά. Δεξιά σου η ξανθιά που σε κοιτάει είναι χάλια, προτιμώ τη μελαχρινή διαγώνια αριστερά. Αυτή με το γκρι που δεν κοιτάζει συνέχεια, αλλά σε θέλει.»
»Κύριε Α. δώσε κανένα ρεπό στον μπάρμαν να πάει να πηδήξει και μην ανησυχείς που με κοιτάζει επίμονα γιατί η μανούλα έχει χορτάσει από μαλακία και κυρίως αντρική. Ο μικρός δεν έχει μαζευτεί ακόμα. Τρεις άντρες έχω και τους τρεις στη νύχτα σας μεγαλώνω.»
»Υ.Γ. το είδα ότι πίνεις νερό στο μπουκάλι και πολύ χαίρομαι.»
Γυναίκα, φίλη και μάνα χωρίς καμία προσπάθεια.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Ωδή στον υπέρμαχο μιας ζακέτας

Άνοιξε τη ντουλάπα. Λεβάντα, σαν ξεθυμασμένος έρωτας. Απομεινάρι από κάποιο νοικοκύρεμα της μάνας του στις αρχές του καλοκαιριού. Ακόμα μία παροπλισμένη σεζόν από ρηχά συναισθήματα. Βάλθηκε να ψάχνει βαθιά στη ντουλάπα σαν από ανάγκη για εξιλέωση. Στα πίσω-πίσω του προτελευταίου ραφιού, ψηλαφιστά, ακούμπησε την ανάγκη του. Η χοντρή, γκρι ζακέτα. Την τράβηξε έξω με τέτοια μανία, σαν να ξερίζωνε τις τύψεις ολόκληρου του πρότερου βίου του, ρίχνοντας στο πάτωμα όλα τα χρωματιστά μακό που βρίσκονταν μπροστά. «Φτηνά καλοκαίρια» σκέφτηκε και αγκάλιασε το πλεκτό.
Επτά χρόνια πριν. Αυτή η ζακέτα τον είχε ζεστάνει στους ατελείωτους περιπάτους, στο άγνωστο τότε για εκείνον Παρίσι. Του την είχαν δωρίσει με την αφιέρωση «να παραμένει ζεστός, για να ζεσταίνει και της καρδιές των άλλων». Έτσι ήταν τότε ο Νίκος, εγκάρδιος και αγαπησιάρης.
Έκατσε στο κρεβάτι με τη ζακέτα στα πόδια του και τα ακροδάχτυλά του να χαϊδεύουν την απαλή αραιή πλέξη. «Ποιος ξέρει ποιο χέρι απελπισμένης γυναικός την έφτιαξε ως δημιουργική έκφραση της απελπισίας της; Ο έρωτας, θέλει σφιχτά πλεγμένα αισθήματα για να αντέξει» αποφάνθηκε πικρά.
Με αυτή τη ζακέτα έχασε τρεις φίλους και έναν έρωτα. Τέσσερις απώλειες. Άρχισε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά. Τέσσερα κι αυτά. Ένα για κάθε απώλεια.
«Οι ερωτευμένοι δε χαρίζουν ζακέτες» είπε απαξιωτικά και πέταξε τη ζακέτα στο πάτωμα, πάνω στο σωρό με τα μακό. «Αν μου χάριζες μια σοκολάτα θα την είχα φάει και δε θα με ακολουθούσε στο σήμερα» κοντοστάθηκε και συνέχισε, σαν να έστηνε καυγά με το παρελθόν. «Κι οι τρεις μου το έλεγαν, να μην περιμένω πολλά. Να μη στηρίζω σε σένα κανένα όνειρο. Θα γυρνούσαμε στην Ελλάδα και θα ζούσαμε μαζί. Θα ξεπερνούσες τις ανασφάλειές σου και… και τώρα έχω μια γκρι ζακέτα που δεν ταιριάζει με τίποτα».
Πόλεμος είχε ξέσπασε για μία ζακέτα. «Έτσι έφτασαν να σε αποκαλούν, ζακέτα, οι φίλοι μου που κατηγόρησα ωμούς για όσα μου έλεγαν για σένα. Όταν τους έχασα έφτασα να έχω μόνο αντίπαλο εσένα. Και τότε κατάλαβα. Έγινες ο πιο ωμός μαχητής. Συνέπεια της υποταγής στη σκληρότητα του πολέμου. Πλάνη της μη αποδοχής του ζυγού που σ’ έντυσε η συνήθεια. Έφυγες. Τελείωσε ο πόλεμος».
Ο Νίκος είχε χωρίσει πριν πέντε χρόνια αλλά καθόλου δύσκολο δεν του ήταν να επαναφέρει ένα δράμα για να ζήσει ακόμα μία συναισθηματική, και θεατρική, ένταση. One man show. Ούτε θεατές δεν χρειάζεται, του αρκεί μόνο η αφορμή. Ακόμα και το σενάριο περιττεύει.
Έφτασε στην πόρτα του δωματίου. Γύρισε και κοίταξε τη φωτογραφία με τους τρεις φίλους του πάνω στη βιβλιοθήκη. «Απόμαχοι αισθημάτων πεθαμένων» είπε δραματικά. «Έκτοτε πλάνητες όλοι οι στρατιώτες σε ερήμους άνυδρες ερώτων περιφέρονται» συνέχισε με στόμφο και σήκωσε το χέρι σαν να έπαιζε Άμλετ.
Γύρισε πίσω, σήκωσε τη ζακέτα από το πάτωμα και έκοψε ένα ένα τα κουμπιά τραβώντας τα δυνατά. «Ούτε ζακέτες, ούτε ουλές από παράσημα που προσπάθησα κάποτε να καρφώσω θέλω. Δεν στέκουν σε ζακέτες τα στολίδια. Θέλουν βαρύ ύφασμα» έκανε φινάλε πετώντας στον αέρα τη ζακέτα και παίρνοντας το μάλλινο σακάκι που έψαχνε αρχικά στη ντουλάπα. Το φόρεσε, έκανε μια υπόκλιση και έσκασε στα γέλια.

Κυριακάτικα στερητικά απωθημένα

Θέλω να διαβάζω τους φίλους μου όταν με διαβάζουν. Να μην εικάζω, απομονωμένος στην απόσταση που διάλεξα για ν’ απαλύνω την επιφάνεια της κριτικής του αταίριαστου. Να διαβάζω, ξεκάθαρα τη σύνταξη της απόταξης για να καταφέρω κάποτε να συμφιλιωθώ μαζί της.
Ένας μπορεί να με διαβάζει σαν ρομάντζο. Να βλέπει την τοποθέτηση των λέξεων που στρογγυλεύουν το συναίσθημα. Ν’ αναζητά την ταύτιση κι έτσι να χαίρομαι που η αίσθηση τουλάχιστον έπιασε τόπο. Μάλλον δεν κατάφερα να γίνω κατανοητός. Την επόμενη φορά.
Άλλος σαν χρονογράφημα εφημερίδας με διαβάζει. Ενοχλείται ελαφρά από την εξομάλυνση των καταστάσεων που αναγνωρίζει σε αυτό και ανυπομονεί να φτάσει στις παραγράφους με τις καταληκτικές τοποθετήσεις. Όταν παραγράφους τέτοιες δε φρόντισα  να συμπεριλάβω, για να μη χάσω πελατεία, απλά εκλογίκευσα όσο μπορούσα το περιεχόμενο του επόμενου κειμένου μου, με την ελπίδα να τον ξανασυναντήσω σ' εκείνου την ανάγνωση.
Εκείνην την κουράζω σαν καλλιτέχνης. Με προτιμάει άνθρωπο. Θα με διαβάσει αλλά θα ψάξει τον άνθρωπο και μέσα στο κείμενο. Γρήγορα θα βαρεθεί. Ασκήθηκα χρόνια στο περίπλοκο κι εφόσον το βιώνει μαζί μου γιατί να το αντιμετωπίζει και στο λόγο μου.
Παίζω Κυριακάτικα παιχνίδια εικασιών. Παίρνεις τρεις αντιδράσεις και προσπαθείς να τις κάνεις θέσεις απέναντι στην ανασφάλειά σου. Στην επιλεγμένη έκθεση των εμμονών σου. Τις στρέφεις όσο γίνεται περισσότερο προς την απόρριψη. Εντάξει, κατάφερες να νιώσεις την αφετηρία του φόβου σου. Αν όλο αυτό ήταν αλήθεια θα τον είχες αγγίξει κιόλας.
Θυμάμαι κάποτε κουβέντα σε μία παρέα γραφιάδων που καταλήγαμε στο «δε γίνεται να ταιριάζουν όλοι με όλους» και ήθελα να συμπληρώσω «…σε όλα». Τότε δεν πάλευα να βρω το στοχευμένα αρνητικό όπως εκείνοι, αλλά το γενικευμένα θετικό που ήταν μπροστά μας και ερμηνευόταν «σε κάποια ταιριάζουμε». Τώρα συμπληρώνω σαν ευχή «φρόντισε το ζητούμενο, τις επιλογές και την οπτική σου», παρότι τελικά υπάρχουν φορές που μπερδεύομαι και πέφτω στη φαυλότητα της φιλαρέσκειας.
Ένα χρόνο μου χάρισα, αποτοξίνωσης από τη συγγραφική ματαιοδοξία. Ασκήτεψα, τρεφόμενος μόνο με το ελάχιστο της καθαρής γραφής, χωρίς ίχνος υποκατάστατων. Δεν επιτρέπω σε κανένα Κυριακάτικο παιχνίδι να μου στερήσει την ουσία της γραφής που ασπάστηκα παιδί με τη μορφή της πηγαίας ανάγκης.

Σαββάτο απόγευμα στο Κέντρο

Πόσο εκτεθειμένος μπορείς να αισθανθείς ακίνητος στη μέση μιας πλατείας, την ώρα της μπόρας, χωρίς ομπρέλα;
Concerto Pour Deux Voix  (κοντσέρτο για δύο φωνές) στ’ αυτιά μου, γύρω μου ένας ήχος συρτός, σαν ψίθυρος, ο ήχος της πόλης Σάββατο μεσημέρι, μπερδεμένος με το μονότονο ίσο της βροχής.
Έψαξα υπόστεγο να σταθώ, να ταιριάξω, να μην είμαι ο τρελός που σε λίγο θ’ αποτελούσε θέαμα για τους περαστικούς με τις ομπρέλες.
Αναγκαστική αποκέντρωση. Στο μέσο τυγχάνει να μην τοποθετούν κανενός είδους καλύπτρα. Κάποιος αρχιτεκτονικός κανόνας θα υπάρχει που μάλλον αγνοώ.
Μια έρημη τέντα πλανόδιου πωλητή - τι να πουλήσει τέτοια ώρα; - ήταν το πλησιέστερο σημείο σωτηρίας για τον αταίριαστο.
Το κοντσέρτο ήταν στο μεγάλο σόλο πριν το φινάλε όταν ήρθε η παρέα μου. Αγκαλιασμένοι κάτω απ’ την ομπρέλα οι φίλοι μου. «Δεν χωράμε και οι τρεις κάτω απ’ την ομπρέλα». Σκεφτόμουν ότι δε θέλω να χάσω το λυρικό φινάλε του Jean Baptiste με τη γάργαρη κορόνα του αλλά είναι εδώ οι φίλοι μου. Παύση, τα κοντσέρτα μπορούν να περιμένουν, είναι πιο χρήσιμα όταν γεμίζουν τα κενά. «Δεν με πειράζει, ας χαλάσω λίγη από την τελειότητα, ας βραχώ προς τιμήν των όσων δήλωνα χτες».
«Θα βραχούμε όλοι μαζί τότε». Έκλεισαν την ομπρέλα και διασχίσαμε την πλατεία κάθετα. Μέχρι το φανάρι είχε σταματήσει ο φανατισμός της μπόρας. Επιβεβαίωση ψάχνουν και τα φαινόμενα.
Περπατούσαμε στα στενά σαν τουρίστες χαμένοι στο κέντρο μιας άγνωστης πόλης. «Μ’ εμένα οδηγό σίγουρα θα διαρκέσει λίγο παραπάνω η διαδρομή. Χάνομαι στους δρόμους και βρίσκω τον εαυτό μου».
Στην πόρτα ενός μικρού βιβλιοπωλείου, ένα πρόχειρα γραμμένο χαρτί κολλημένο στο τζάμι, έγραφε «βιβλία στο κόστος». Μόνο εγώ το είδα και σταμάτησα για λίγο χωρίς να το σχολιάσω μεγαλόφωνα. Σκέφτηκα στιγμές σαν και τούτη που γράφω. Δε με συμφέρει να ψωνίσω σε αυτό το βιβλιοπωλείο, θα είναι πολύ ακριβό. Το «κόστος» των βιβλίων είναι πολύ μεγάλο στην πραγματικότητα και αν αυτός ο βιβλιοπώλης σέβεται τον συγγραφέα και πουλάει τα βιβλία του στο πραγματικό τους «κόστος» τότε δεν μπορεί να ανταποκριθεί η τσέπη μου.
Βρήκαμε τη στοά. «Εδώ, θα φοιτήσουμε όπως κάνανε στους παλιούς καφενέδες». Μπερδεμένοι τύποι ανθρώπων, έτσι μαθαίνεις το σεβασμό. Μία σόμπα γκαζιού και άβολες καρέκλες, βουτηγμένος στο απλό εστιάζεις περισσότερο στην ουσία. Δίπλα στη βιτρίνα με τα γουναρικά, που αν εστίαζες καλύτερα στα πρόσωπα των νεκρών αλεπούδων ανατρίχιαζες, και την παλιά πινακίδα που ακόμα έχει γραμμένα τα καπέλα με δύο λάμδα.
Αυτοσαρκασμός, γέλια και αβίαστα η αλήθεια άφηνε χώρο στα βλέμματα να λένε τα σοβαρά. Εκείνα που όταν μπαίνουν σε λέξεις χάνουν την ουσία τους.
Η επιστροφή ήταν εύκολη. Μετά από τόση διαύγεια προσανατολίζεσαι. Δεν έχεις λόγο να χαθείς. Ξέρεις που είσαι, που πας και απλά περπατάς ανάλαφρα στη βροχή που πάλι έπιασε το μονότονο τραγούδι της.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Ανθρώπινα

Πως γίνεται και δεν ιδρώνεις ποτέ, δε νυστάζεις, δεν πεινάς, ταιριάζεις, είσαι καλοντυμένος, διατηρείς πάντα θέση και τα καταφέρνεις; Απλά, ανθρώπινα πράγματα, δεν τα κάνεις εν τέλει. 
Θυμάμαι όταν σε γνώρισα. Τι θεσπέσια εικόνα! Φορούσες ένα φαρδύ παντελόνι και ένα πλεκτό πουλόβερ, λίγο φθαρμένο στους αγκώνες. Έτρωγες να νύχια σου, για κάποια αγωνία που τότε δεν κατάφερες να μου εξηγήσεις, και ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια σου η ηρεμία μιας κούρασης που τελείωσε. Με ρώτησες αν πεινάω και σου απάντησα θετικά. Δεν πεινούσα, αλλά η αλήθεια της δικής σου ανάγκης, καθώς με ρωτούσες, έπεισε την όρεξή μου. Βρήκαμε ένα φούρνο και πήραμε στο χέρι κάτι αποτυχημένες τυρόπιτες. Καθίσαμε στο πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας. Ένας σκύλος ήρθε δίπλα μας. Του έδωσες την τυρόπιτα από την οποία είχες φάει μόνο δύο μπουκιές. Χορτασμένος ανθρώπινη αλήθεια τη μοιραζόσουν. Η εικόνα σου δεν είχε ούτε μία γωνία. Ολοστρόγγυλη, δε σκάλωνε πουθενά.
Να ιδρώνεις, να πεινάς, να νυστάζεις, να είσαι άκεφος, να μην ταιριάζουν τα ρούχα σου, να μην τα καταφέρνεις. Δεν χαρακτηρίστηκαν τυχαία έτσι. Ανθρώπινα, για την αδύναμή μας φύση.
Μη μου βρεις απάντηση, δε θέλω. Σπάσε μόνο σε κομμάτια όλα τα πλαίσια και μάζεψέ τα σωρό σε μία γωνία, να σε δω έστω για λίγο γυμνό, στην ατελή σου τελειότητα.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Πέμπτο βήμα

Στην αρχή σκέφτηκα να σου χαρίσω το χτες που τόσο σου είχε λείψει. Μετά σκέφτηκα ότι αυτό υπάρχει ήδη και φθίνει. Θα ήταν φτηνό να σου χαρίσω κάτι που το έχει αγγίξει η φθορά.
Έπειτα πέρασε από το μυαλό μου να σου χαρίσω κάτι αύριο, αλλά μου έμοιαζε τόσο αβέβαιο να περιμένει μία σκέψη στην ορφάνια.
Το τώρα. Αυτό θα σου χαρίσω. Όσο μικρό ή μεγάλο καταφέρνει να είναι. Άλλωστε αποφασίσαμε, σαν από χρόνια τώρα, και στα εύκολα και στα δύσκολα μαζί. Και στα λίγα και στα πολλά. Γιατί το μαζί και πολύ καταφέρνει να είναι και ευκολότερο.
Σαν μωρά να βηματίζουμε. Τρία βήματα και να πέφτουμε. Να ματώνουμε τα γόνατα. Να σηκωνόμαστε και να συνεχίζουμε το παιχνίδι. Ο πόνος είναι για μας μόνο το πείσμα για το ένα παραπέρα βήμα που δεν καταφέραμε. Και να μετράμε προσπαθώντας να φτάσουμε στο τέσσερα. Κι όταν θα πέφτουμε πάλι, θα παίρνουμε το παιχνίδι απ' την αρχή. Ξανά και ξανά.
Όταν αποκαμωμένοι πια καθίσουμε αντίκρυ, ίσως και να έχουν περάσει χρόνια, θα χαζεύουμε τα όμορφα στολίδια που σκαλίσαμε στα πόδια μας. Παράσημα θα μοιάζουν ένδοξων εποχών. Αυτό γιατί την πίστη μας στο όμορφο δεν θα την έχουμε χάσει ακόμα και θα εξακολουθούμε να μετράμε τον κόσμο μας με αστέρια. Λένε, ότι όσοι μετράνε τον κόσμο με αστέρια δε μεγαλώνουν ποτέ. Μεγαλώνει ο κόσμος τους όμως και χωράει όσα δε βάζει ο νους. Εμείς το ξέρουμε καλά αυτό.
Μα, θύμισέ μου, πως καταφέραμε να φτάσουμε την ιστορία ως εδώ; Μιλήσαμε ποτέ; Αν ναι, ποιές λέξεις χρησιμοποιήσαμε; Ποιά γλώσσα που να καταλαβαίνουν οι πολλοί;
Όχι, όχι, τα χαμόγελα δεν είναι λέξεις. Είναι γλώσσα, όπως και τα βλέμματα που διασταυρώναμε στις ερημιές μας, αλλά δεν είναι λέξεις. Εσύ κι εγώ καταλαβαίνουμε τη σημασία ενός χαμόγελου που συντάσσεται με μία αγκαλιά αλλά κανένας άλλος δεν τη μιλάει αυτή την ίδια γλώσσα. Είμαστε ξένοι για εκείνους. Δε γίναμε ποτέ αντιληπτοί. Δε μάθαμε ποτέ τη γλώσσα των μεγάλων. Δεν καταφέραμε να μιλήσαμε ποτέ κατ' αυτούς. Είμαστε τα προβληματικά παιδιά.
Προτείνω να συνεχίσουμε να παίζουμε με αυτούς που βίαια ξερίζωσαν το παιχνίδι από μέσα τους για να ντυθούν το επίσημο μεγάλο ένδυμα. Θα πετάω ανύποπτα τις πιο ακριβές μας λέξεις στο ταιριαστό των πολλών. Όταν θα σαστίζουν, θα ξέρεις ότι σου αφιέρωσα ακόμα ένα αστέρι. Κι όπως θα στέκουν γυμνοί, τόσο κοντά που έφτασαν στην αλήθεια τους, θα μου χαμογελάς για να φωτίζει χαρωπό το νεοβάπτιστό σου αστέρι. Έτσι ανοίγουν οι ουρανοί.
Κοντά έρχονται μόνο οι ψυχές και οι σκέψεις περπατούν πλάι πλάι. Τα βλέμματα συναντιούνται μόνο σε διασταυρώσεις και τα λόγια, αέρας.
Να, φύσηξε. Πάρε μια αναπνοή και κάνε ακόμα ένα βήμα.

Διαδρομή σε νέο χρόνο

Δεν με βασανίζουν σκέψεις πλέον από αυτές που έχεις την ακατανίκητη ανάγκη να τις διαχειριστείς μέσα από τη δημόσια γραφή;

Ήταν πραγματικά τόσο καταλυτικός ο χρόνος που μεσολάβησε και που χρησιμοποίησα για να επανατοποθετηθώ, που κατάφερε να λύσει αυτό το κάτι μέσα μου ή μήπως βρήκα άλλους τρόπους;
Στη ζωή μας, έχω καταλήξει πλέον, κάνουμε κύκλους. Τόσο διαφορετικούς και τόσο ίδιους συνάμα.
Διαφορετικούς, γιατί οι καταστάσεις και το περιβάλλον γύρω μας που τους καθορίζουν αλλάζει, και ίδιους, γιατί εμείς εξακολουθούμε και φέρουμε αυτό που ήμασταν χτες, οπότε για ένα εύλογο χρονικό διάστημα έχουμε την αίσθηση της επανάληψης.
Κάποιες φορές, όπως τώρα, όταν ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει είναι μεγάλος, το ξένο δεν το αντιλαμβανόμαστε να απλώνεται μόνο γύρω μας, περιβάλλοντας τη ζωή μας αλλά και από μέσα προς τα έξω. Καλούμαστε να βηματίσουμε μία φαινομενικά γνώριμη διαδρομή αλλά το τοπίο έχει αλλάξει και ταυτόχρονα εμείς μέσα σε αυτό έχουμε χάσει τη βολή μας.
Οι δρόμοι είναι τουλάχιστον δύο. Είτε αποφεύγεις τη διαδρομή, είτε προσπαθείς να βρεις και πάλι τη θέση σου ή μια όποια θέση σε βολεύει πλέον. Το αν θα απολαύσεις τη διαδρομή, αυτή και κάθε άλλη αντίστοιχη που πιθανόν θα επιλέξεις να ακολουθήσεις, είναι κάτι που θα καθοριστεί από εσένα τον ίδιο ως αποτέλεσμα του χρόνου που μεσολάβησε.
Ο χώρος και ο χρόνος είναι γι' ακόμα μια φορά οι συμπρωταγωνιστές σου. Ο χώρος, βολικός συνεργάτης, ευκολότερα τον διαχειρίζεσαι. Ο χρόνος, δύστροπος, καταφέρνει και δημιουργεί καταστάσεις δύσκολες. Θα συμφιλιωθείς μαζί του, θα τον αιφνιδιάσεις ή θα υποχωρήσεις;

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

2013

Ένας χρόνος απόσταση.
Εδώ, όπως χρόνια πριν.
Πάντα θα υπάρχει χρόνος...
Πάντα θα μένει χρόνος...
Κι ας χρειάζεται συχνά να τον χαρακτηρίζεις, δικαιολογείς ή ακόμα και να τον δημιουργείς.
Δώρο όπως κι αν το δεις...