Θέλω να σε πιάσω από το χεράκι, που μεγάλωσε πια, και να σε πάω πρώτη μέρα στο σχολείο...
Να περιμένω να δω την απορία στα μάτια σου... την ανασφάλεια του άγνωστου... με ματάκια βουρκωμένα και χειλάκι να τρέμει... από μέσα μου θα λέω «κι εγώ το ίδιο φοβάμαι αλλά... όλα θα πάνε καλά... πρέπει να πάνε καλά»...
Θα περιμένεις από μια ματιά μου αυτή την επιβεβαίωση που θα σε κάνει να χαμογελάσεις και να τρέξεις με τα άλλα παιδιά στην αυλή... καθώς θα μένω ακουμπισμένος στην καγκελόπορτα μόνος...
Το σενάριο πρέπει να είναι τόσο «φυσιολογικό»;
Θα ήταν αφύσικο να μην τρέξεις με τα άλλα παιδιά; ...να μη σε τρομάξει το άγνωστο; ...ή ακόμα και το να συνεχίσεις να μου κρατάς το χέρι μέχρι τέλους;
Μετά θα κοιτάξω την έξω σου εικόνα... θα σε μαλώσω «ολόκληρος μαντράχαλος και γκρινιάζεις»... αλλά θα μείνω και θα σε ακούσω κι ας γνωρίζω ότι αυτό δεν θα οδηγήσει πουθενά...
Μη συγκρίνεις... μην περιμένεις τίποτα... «από το ποδαράκι μας κρεμόμαστε όλοι»...
Όταν όμως χαμογελάσεις, όλα θα σβήσουν... «γιατί όταν χαμογελάς εσύ φωτίζει ο κόσμος όλος»...
Τουλάχιστον τρομάζω την αρχή... όχι του τέλους την απώλεια... σαν πρώτη σκέψη...