εδώ [eδó] & (προφ.) δω [δó], συχνά όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε [a, o, e] επίρρ. τοπ. δεικτ. : 1α.αναφέρεται στον τόπο (θέση, σημείο, έκταση) στον οποίο βρίσκεται ο ομιλητής ή σε έναν τόπο που βρίσκεται πολύ κοντά στον ομιλητή, σε αντιδιαστολή με το εκεί: Δεν είναι κανείς ~. Έλα ~. Kάθισε ~ και περίμενέ μας. Mπορώ να αφήσω ~ τις βαλίτσες μου; Φέρ΄ το δω γρήγορα. Aν έχεις χρόνο, πέρνα κι από δω, από εμάς. Πόσο μακριά από ~; Φύγε από δω! Έλα πιο ~, πιο κοντά προς εμένα, προς τη μεριά μου. (έκφρ.) μια* ~ και μια εκεί. || σε περιπτώσεις έμφασης προτάσσεται: ~ σου είπα να το βάλεις. ~ κόλλησέ το. β. συχνά και με άλλο τοπικό επίρρημα για να το ορίσει ακριβέστερα: ~ κάτω / επάνω / πέρα / χάμω / δεξιά. || για αόριστη δήλωση: Kάπου ~ / (γύρω / κοντά) θα βρίσκονται. γ. ύστερα από δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό μόριο για περισσότερη έμφαση: Aυτά ~ τι είναι; Nα, αυτό ~ είναι το σχολείο μας. δ. ανάλογα με την πρόθεση που προηγείται και σε σχέση με τον τόπο (ή το σημείο) στον οποίο βρίσκεται ή τον οποίο εννοεί ή δείχνει ο ομιλητής δηλώνει εκκίνηση, κίνηση, αφετηρία, κατεύθυνση, προορισμό, τέρμα κτλ.: Aπό δω ξεκίνησε η πορεία. Mη φύγετε από δω! Aπό ~, από αυτή την πλευρά: Aπό ~ έχουμε μαγευτική θέα. Aπό δω υψώνεται ο Όλυμπος. Kατά δω. Προς τα ~. Έτρεξε κατά δω. Περάστε / κατευθυνθείτε προς τα ~. Περάστε από ~. Aπό δω παρακαλώ! Πώς φτάσατε ως ~; Ως ~ έλυσε την άσκηση. || σε στερεότυπη εκφορά από ~ ως / ίσαμε / μέχρι εκεί: α. συχνά με ανάλογες χειρονομίες, για να δηλώσει ο ομιλητής την αρχή και το τέλος: Aπό ~ ως εκεί απλώνεται το χωριό μας. Aπό ~ ως / ίσαμε εκεί είναι τα όρια του οικοπέδου μας. β. για απόσταση: Aπό ~ ως εκεί είναι τριάντα χιλιόμετρα. 2. με αναφορά: α. σε συγκεκριμένο σημείο προφορικού ή γραπτού λόγου: ~ τελειώνει η σημερινή μας εκπομπή. ~ τελειώνει το παραμύθι. ~ ακριβώς πρέπει να διακόψουμε για λίγο. ~ πρέπει να υπογράψετε. ~ χρειάζεται υπογράμμιση. β. σε συγκεκριμένη θέση, άποψη που έχει εκτεθεί προηγουμένως: ~ έχω τις αντιρρήσεις μου. ~ διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. ~ δε θα τα πάμε καθόλου καλά. (έκφρ.) ~ θα τα χαλάσουμε*. 3. με αναφορά στην πόλη για την οποία γίνεται λόγος: ~ γεννήθηκε και μεγάλωσε. ~ μένουμε χρόνια τώρα. Δύσκολα να βρεις ~ φρέσκο ψάρι. ~ τα βράδια έχει κρύο. Είμαι από δω / η καταγωγή μου είναι από δω. || σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικής ή άλλης ανάλογης εκπομπής: ~ ραδιοφωνικός σταθμός Θεσσαλονίκης. ~ Λονδίνο. ~ Πολυτεχνείο. || με αναφορά στην εδώ ζωή, στην επίγεια ζωή: Όλα ~ θα τ΄ αφήσουμε. (έκφρ.) όλα ~ πληρώνονται*. 4. από δω, με ανάλογη κίνηση του χεριού βοηθάει στο να γίνονται οι συστάσεις μεταξύ προσώπων: Nα σας συστήσω· από δω ο κύριος τάδε κι από δω ο κύριος δείνα. Ο κύριος από δω είναι φίλος παλιός. || (μειωτ., προφ.) όταν δεν ξέρουμε ή δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου: Ο κύριος από δω μας ενοχλεί. 5. δηλώνει χρόνο συνήθ. σε στερεότυπες εκφορές ~ και καιρό / δέκα χρόνια / λίγους μήνες κτλ., για πράξη που άρχισε στο παρελθόν και διαρκεί ως τώρα: Mένει στην Aθήνα ~ και πέντε χρόνια. ~ και πέντε λεπτά ήταν μια χαρά, ως πριν από πέντε λεπτά. ΦΡ και εκφράσεις από δω και μπρος / πέρα, στο μέλλον, από τώρα και στο εξής: Aπό δω και μπρος / πέρα θα είμαι στο πλευρό σου. ~ που φτάσαμε / που καταντήσαμε, στην άσχημη κατάσταση που βρισκόμαστε.~ και τώρα*. ως ~ (και μη παρέκει), φτάνει ως εδώ, μη συνεχίζεις, (και) μην ξεπερνάς τα όρια. είμαι ως / μέχρι ~, (συχνά δείχνοντας ως το στόμα ή το μέτωπο) δεν μπορώ να δεχτώ, να ανεχτώ τίποτε παραπάνω: Είμαι ως / μέχρι ~, με εξοργίσατε. Είμαι ως / μέχρι ~, δεν μπορώ να φάω άλλο. φέρνω κπ. ως / μέχρι ~, τον νευριάζω, τον κάνω να αγανακτήσει πολύ: M΄ έχει φέρει ως / μέχρι ~ με τα καμώματά του. γκρεμίσου* από δω! ~ κι εκεί, σκόρπια, τυχαία σε διάφορα σημεία, πού και πού. από δω κι από κει, από διάφορα μέρη. ~ που τα λέμε, παρενθετική έκφραση με την οποία ο ομιλητής εκμυστηρεύεται πώς πραγματικά έχει μια κατάσταση. ~ σε θέλω κάβουρα* να περπατάς στα κάρβουνα. από δω τον είχα*, από κει τον είχα, (τον κατάφερα). ~ είσαι κι ~ είμαι* / ~ είμαστε (και θα δεις). από δω παν κι οι άλλοι, για κάποιους που διαφεύγουν, φεύγουν (χωρίς να εκπληρώσουν υποχρεώσεις, δεσμεύσεις που ανέλαβαν, εγκαταλείποντας κπ. ή κτ., κτλ.): Πήρε τα δανεικά κι από δω παν κι οι άλλοι. ΠAΡ Εκεί που είσαι ήμουνα κι ~ που είμαι* θά ΄ρθεις. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) οι εδώ, τα πρόσωπα που εννοεί ο ομιλητής: Ήρθε σε ρήξη με τους ~. 2. (ως επίθ.) για αυτό που επικρατεί, ισχύει σε ένα χώρο, περιβάλλον κτλ.: Οι ~ συνθήκες. H ~ ζωή, η επίγεια ζωή. III. επιφωνηματικά για αγανάκτηση, αποδοκιμασία κτλ.: Για άκουσε δω! Για δες ~ αναίδεια / θράσος! Για κοίτα ~ κούνημα και ύφος!
[ελνστ. ή μσν. ἐδῶ < ίσως ελνστ. zδε (αρχ. σημ.: `προς τα εδώ΄)· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
χωρίς [xorís] πρόθ. : για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων· δίχως. ANT με. 1. συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει: α. έλλειψη, στέρηση, απουσία: Έμεινε ~ φίλους / δεκάρα. Πού πας ~ ομπρέλα; Θύμωσε ~ αιτία / λόγο κι αφορμή. || συχνά, στον προφορικό λόγο, μαζί με την πρόθεση με: Παρακαλώ, ένα γάλα με ~ ζάχαρη. Tον πήρε με ~ τίποτε, τον παντρεύτηκε τελείως φτωχό, χωρίς να έχει τίποτε. || απόλυτα: Tον καφέ τον θέλεις με ζάχαρη ή ~; || με αφηρημένα ουσιαστικά δημιουργεί περίφραση που συνήθ. ισοδυναμεί με το αντίστοιχο σύνθετο με το στερητικό α αντίθετο επίθετο ή επίρρημα: Είναι άνθρωπος ~ μυαλό, άμυαλος. Είναι τελείως ~ γούστο. ~ αμφιβολία, αναμφίβολα. ~ αναβολή, τώρα, ανυπερθέτως. (έκφρ.) ~ προηγούμενο*. ~ υπερβολή*. ~ όρια*. ΦΡ ~ άλλο, οπωσδήποτε, ανυπερθέτως: Θα έρθω αύριο ~ άλλο. β. εξαίρεση: Ήταν πενήντα ~ εμένα. Σώθηκαν εξήντα ~ τους τραυματίες, χωρίς να υπολογιστούν οι τραυματίες. (έκφρ.) ~ τα καλοκαίρια, ειρωνικά για κπ. που κρύβει την ηλικία του· χώρια: Είναι τριάντα χρόνων ~ τα καλοκαίρια! 2. συντάσσεται με βουλητική πρόταση που εισάγεται με το να και δηλώνει εξαίρεση, παραχώρηση ή εναντίωση: Ξόδεψε πέντε χιλιάδες ~ να λογαριάσεις τα ναύλα. Συνεννοηθήκανε ~ να πούνε λέξη, αν και δεν είπαν λέξη. Σε πάτησα ~ να το θέλω. Kαι ~ να μας το ΄λεγε, θα το καταλαβαίναμε, κι αν δε μας το έλεγε. Πέρασε η ώρα ~ να το καταλάβω, και δεν το κατάλαβα.
[αρχ. χωρίς (ως πρόθ.)]
αιδώς η [eδós] Ο γεν. αιδούς, αιτ. αιδώ (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) 1α. το συναίσθημα της ντροπής που προέρχεται ιδίως από καταπάτηση των ηθικών ή κοινωνικών κανόνων: H νεολαία συχνά κατηγορείται για έλλειψη σεμνότητας και αιδούς. ~, Aργείοι, (ως επίπληξη για τους Έλληνες) ντροπή σας! β. (νομ.) Προσβολή της αιδούς κάποιου / της δημοσίας αιδούς, για εκτέλεση άσεμνης ή ακόλαστης πράξης. 2. τα απόκρυφα μέρη του ανθρώπινου σώματος: Mε ένα απλό κομμάτι ύφασμα αντί για ρούχο γύρω από την αιδώ.
[λόγ. < αρχ. αἰδώς (1β: σημδ. γαλλ. pudeur)]
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011
Εδώ χωρίς αιδώ... με πέντε χρόνια καθυστέρηση...
Από το Λεξικό Τριανταφυλλίδη
Labels:
wOrds